- ὀκτάτροπος
- ὀκτά-τροπος, ἡ,A the first eight τόποι of the δωδεκάτροπος, Vett.Val.334.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάτροπος — ὀκτάτροπος, ἡ (Α) οι πρώτοι οκτώ τρόποι τού διηρημένου σε δώδεκα τμήματα κύκλου, γύρω από τον οποίο υπήρχε η αντίληψη ότι στρέφονταν ο ζωδιακός κύκλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οχτώ) + τρόπος (πρβλ. δωδεκά τροπος)] … Dictionary of Greek
ὀκτάτροπον — ὀκτάτροπος the first eight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οκτάτυπος — ὀκτάτυπος, ἡ (Α) οκτάτροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οχτώ) + τύπος] … Dictionary of Greek